πρωτοβεστιάριος

πρωτοβεστιάριος
και πρωτοβεστιάρης και πρωτοβεστιαρίτης, ο, ΝΜ
(στο Βυζ.) ανώτερος αυλικός που ήταν υπεύθυνος τού βασιλικού βεστιαρίου, τής βασιλικής ιματιοθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + βεστιάριος / βεστιαρίτης «ιματιοφύλακας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Protovestiarios — Not to be confused with the Palaiologan era office of protovestiarites. Protovestiarios (Greek: πρωτοβεστιάριος, first vestiarios ) was a high Byzantine court position, originally reserved for eunuchs.[1] Contents 1 History and functions 2 …   Wikipedia

  • πρωτοβεστάρχης — και πρωτοβεστιάρχης, ο, ΝΜ (στο Βυζ.) ο πρωτοβεστιάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βεστάρχης] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβεστιάρης — ο, ΝΜ (στο Βυζ.) βλ. πρωτοβεστιάριος …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβεστιαρίτης — ο, ΝΜ βλ. πρωτοβεστιάριος …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”